ΟΙ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Το τέλος της κατάκτησης

Μετά από τη παράδοση της πόλης του Χάνδακα (Ηράκλειο) από τους Βενετούς στους Οθωμανούς, τον Σεπτέμβριο του 1669, η πλήρης ένταξη της Κρήτης στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ολοκληρώνεται τυπικά το 1715 με την παράδοση των τελευταίων βενετικών κτήσεων, των νησιών της Σπιναλόγκας, της Σούδας και της Γραμβούσας.

Ως μέρος του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, η Κρήτη αποτελούσε ξεχωριστή επαρχία (Εγιαλέτι). Διοικητικά χωριζόταν σε τρία Σαντζάκια: τον Χάνδακα (Kandiye), το Ρέθυμνο (Resmo/Resamo) και τα Χανιά (Hanya). Το τμήμα του Χάνδακα ήταν το μεγαλύτερο, καθώς περιελάμβανε και την περιοχή της Σητείας. Τρεις πασάδες, ένας σε κάθε Σαντζάκι, είχαν την ευθύνη της διοίκησης, με τη συνδρομή ενός πολυάριθμου σώματος κρατικών υπαλλήλων. Πρώτος ανάμεσα τους αναγνωριζόταν εκείνος του Χάνδακα, που έφερε και τον τίτλο του Βαλή καθώς και του Σερασκέρη, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή.

Ο οθωμανικός στρατός

Ο οθωμανικός στρατός στην Κρήτη περιελάμβανε δύο κυρίως ομάδες. Οι λόχοι των Αυτοκρατορικών Γενιτσάρων που έδρευαν στις τρεις μεγάλες πόλεις, διορίζονταν απ’ ευθείας από την Υψηλή Πύλη. Αντίθετα, οι τοπικοί Γενίτσαροι και οι υπόλοιπες στρατιωτικές μονάδες, όπως το πεζικό (μουσταχφιζάν) και διάφορες κατηγορίες ιππέων (σπαχήδες, αζάπηδες και φαρισάν), πυροβολητών (τοπτσήδες) και βοηθητικών μονάδων (τζεμπετζήδες, μπαρουτσήδες κ.ά.), στελεχώνονταν σχεδόν αποκλειστικά από αυτόχθονες μουσουλμάνους. Το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων δεν ήταν σταθερό και λίγο πριν την επανάσταση του 1821 υπολογίζεται σε περίπου 12.000 άνδρες.

Εκμεταλλευόμενοι τη θέση και την ισχύ τους, οι Αυτοκρατορικοί Γενίτσαροι αποτέλεσαν τον πυρήνα ποικίλων εξεγέρσεων ενάντια στην οθωμανική διοίκηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Η βίαιη συμπεριφορά τους αποτελούσε συχνά πρόβλημα τόσο για τη χριστιανική όσο και για τη μουσουλμανική κοινότητα.

Πληθυσμός και θρησκευτικές κοινότητες

Πληθυσμός και θρησκευτικές κοινότητες

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 17ου αι. καταγράφεται σημαντική μείωση των κατοίκων της Κρήτης, λόγω πολεμικών συγκρούσεων και επιδημιών. Από τις αρχές του επόμενου αιώνα η πλήρης ενσωμάτωση στο οθωμανικό πλαίσιο ευνόησε την ανάπτυξη του πληθυσμού, που στις αρχές του 19ου αιώνα προσέγγιζε πλέον τις 280.000. Το μεγαλύτερο μέρος κατοικούσε στην ύπαιθρο. Οι πόλεις διέθεταν σημαντικά μικρότερο πληθυσμό, στην πλειοψηφία του μουσουλμανικό. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μουσουλμάνων της Κρήτης προήλθε από τον εξισλαμισμό του τοπικού πληθυσμού. Λόγω της κοινής καταγωγής τους, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (ως τα μέσα του 18ου αιώνα), διατήρησαν στενούς δεσμούς. Οι επιγαμίες, όπως και άλλες ποικίλες μορφές κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, αποτελούσαν μια ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική.

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ασχολούνταν με την αγροτική παραγωγή, η οποία στις αρχές του 18ου αιώνα, αφορούσε κυρίως τα σιτηρά. Σταδιακά ωστόσο, χάρη στην επανασύνδεση της Κρήτης με τα διεθνή εμπορικά δίκτυα, τόσο η παραγωγή όσο και το εμπόριο προοδευτικά επικεντρώθηκαν στο λάδι, το οποίο αποτέλεσε το κύριο τοπικό προϊόν κατά τους επόμενους αιώνες.

Η εξέγερση του Δασκαλογιάννη

Η εξέγερση του Δασκαλογιάννη

Με την ενθάρρυνση των Ρώσων, στις αρχές του 1770 ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης κατάφερε να κινητοποιήσει τους Σφακιανούς με στόχο την εκδίωξη των Οθωμανών από την Κρήτη. Παρά τις αρχικές επιτυχίες, η έλλειψη ουσιαστικής βοήθειας οδήγησε την όλη προσπάθεια σε αποτυχία. Σύντομα οι μουσουλμάνοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν τα Σφακιά. Η παράδοση του Δασκαλογιάννη σηματοδότησε και το τέλος της εξέγερσης.

Μια ειδική συμφωνία όριζε ένα νέο πλαίσιο διοίκησης της επαρχίας Σφακίων. Στην πράξη, όμως, εφαρμόστηκε μόνο εν μέρει, ενώ, κατά παράβαση των όρων της, ο Δασκαλογιάννης εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1771.